- τρυγηφάγος
- τρῠγη-φάγος [ᾰ], ον,A devouring crops, Plu.2.730b; also [full] ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; [full] ὀ-τρυγηφάγος, Archil.97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυγηφάγος — devouring crops masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγηφάγος — και ὀτρυγηφάγος, ον, Α αυτός που τρέφεται με τρύγη*, με δημητριακά, σιτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + φάγος*. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)] … Dictionary of Greek
τρυγηφάγον — τρυγηφάγος devouring crops masc/fem acc sg τρυγηφάγος devouring crops neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οτρυγηφάγος — ὀτρυγηφάγος, ον (Α) βλ. τρυγηφάγος … Dictionary of Greek